Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σεμνός
1 item total
σεμνός -ή -ό [semnós] Ε1 : 1. του οποίου η συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από σεβασμό των συμβάσεων του κοινωνικού περίγυρου και εκδηλώνεται με συστολή και διακριτικότητα: Σεμνή κοπέλα. Σεμνό ντύσιμο. 2. που δε θέλει να προβάλλει τον εαυτό του, που δεν επαίρεται, δεν κομπάζει για τις επιτυχίες ή τις ικανότητές του: ~ επιστήμονας. ~ ομιλητής. σεμνά ΕΠIΡΡ: Φέρεται / ντύνεται ~. Έζησε ~ όλη του τη ζωή.

[λόγ. < αρχ. σεμνός `σεβαστός, μεγαλόπρεπος΄ κατά τη σημ. της λ. σεμνότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go