Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σεισμολογικός
1 item total
σεισμολογικός -ή -ό [sizmolojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη σεισμολογία: Σεισμολογικό Iνστιτούτο. ~ σταθμός.

[λόγ. < γαλλ. séismo logique < séismolog(ie) = σεισμολογ(ία) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go