Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σβουνιά
1 εγγραφή
σβουνιά η [zvuná] & βουνιά η [vuná] Ο24 : κοπριά βοοειδών και άλλων μεγάλων ζώων.

[βου-: ελνστ. βοών `στάβλος βοδιών΄ > βοωνία > βονία (αποφυγή της χασμ.) > βουνιά ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )· σβου-: ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-vu > tizvu > tis-zvu] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες