Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρκικός
1 εγγραφή
σαρκικός -ή -ό [sarkikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη σάρκα2, στην υλική φύση του ανθρώπου, στις αισθήσεις και ειδικά στο σεξουαλι κό ένστικτο. ANT πνευματικός: H σαρκική φύση του ανθρώπου. ~ έρωτας / πόθος. Σαρκικές απολαύσεις / ηδονές. σαρκικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. σαρκικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες