Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σαρκαστικός -ή -ό [sarkastikós] Ε1 : που γίνεται με σαρκασμό, που έχει σχέση με το σαρκασμό ή με το σαρκαστή: Σαρκαστικά λόγια. Σαρκαστικοί στίχοι. Σαρκαστική αντιμετώπιση.
σαρκαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. sarcastique < sarcas(me) < ελνστ. σαρκασ(μός) -tique = -τικός]



