Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σαλβάρι το [salvári] Ο44 : είδος φαρδιού παντελονιού, που σουρώνει στον αστράγαλο και στη μέση, παραδοσιακό ρούχο, κυρίως στην Aνατολή, από τα πολύ παλιά χρόνια.
[τουρκ. şalvar (από τα περσ.) -ι]



