Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σαλαμούρα η [salamúra] Ο25α : (προφ.) άρμη για τη συντήρηση διάφορων τροφίμων. || χαρακτηρισμός πολύ αλμυρού φαγητού: ~ το ΄κανες το φαΐ!
[παλ. ιταλ. ή βεν. salamora ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]



