Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σαΐτα
1 item total
σαΐτα η [saíta] Ο25 : I1. το βέλος, συνήθ. σε μεταφορική χρήση, για κπ. που κινείται με μεγάλη ταχύτητα: Πετάχτηκε στο δρόμο σαν ~. ~ έγινε και εξαφανίστηκε. 2. απομίμηση βέλους από διπλωμένο χαρτί, που τα παιδιά το πετούν μακριά με τα χέρια. 3. (παρωχ.) η σφεντόνα. 4. είδος μικρού ευκίνητου φιδιού. II. εξάρτημα του αργαλειού, με το οποίο περνούν το υφάδι μέσα από τις κλωστές του στημονιού καθώς και το αντίστοιχο εξάρτημα της ραπτομηχανής.

[μσν. σαΐτα < σαγίτα με αποβ. του μεσοφ. [j] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go