Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σίδηρος
1 item total
σίδηρος ο [síδiros] Ο19 : 1. χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα. || μέταλλο εξαιρετικά ανθεκτικό, με ευρύτατη χρήση στη βιομηχανία: Mεταλλεία σιδήρου. Ράβδοι σιδήρου. ΦΡ διά πυρός* και σιδήρου. || Εποχή του σιδήρου, η εποχή της προϊστορίας κατά την οποία γενικεύεται η χρήση του σιδήρου στην κατασκευή εργαλείων και όπλων. 2. το παραπά νω χημικό στοιχείο ως απαραίτητο συστατικό (σε μικρές ποσότητες) της τροφής των ζώντων οργανισμών: Tροφές πλούσιες σε σίδηρο. Xάπια σιδήρου.

[λόγ.: 1: αρχ. σίδηρος· 2: σημδ. γαλλ. fer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go