Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σέσουλα η [sésula] Ο27α : στην έκφραση με τη ~, σε μεγάλη ποσότητα, από το μικρό φτυάρι που χρησιμοποιούσαν οι μπακάληδες πριν από την τυποποίηση των προϊόντων: Έβαλε στο φαγητό αλάτι με τη ~. Έχει λεφτά με τη ~. Mοιράζει / ξοδεύει με τη ~.
[ιταλ. sessola ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]



