Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σέλας
1 item total
σέλας το [sélas] Ο γεν. σέλαος και σέλατος : φαντασμαγορικό οπτικό φαινόμενο, που παρατηρείται στις περιοχές του βόρειου και του νότιου πόλου και οφείλεται στη διαύγεια της ατμόσφαιρας: Πολικό ~. Bόρειο / νότιο ~.

[λόγ. < αρχ. σέλας `λάμψη΄ σημδ. γαλλ. aurore polaire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go