Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ρύθμιση η [ríθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρυθμίζω: ~ ενός μηχανισμού / της λειτουργίας μιας μηχανής. ~ ήχου. || συνειδητή και σκόπιμη υπαγωγή σε κανόνα: ~ χρεών, διακανονισμός. ~ της γλώσσας, η επεξεργασία ρυθμιστικών κανόνων.
[λόγ. < μσν. ρύθμισις `ταχτοποίηση΄ < ρυθμι- (ρυθμίζω) -σις > -ση & κατά τις σημ. της λ. ρυθμίζω]



