Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρωγμή
1 item total
ρωγμή η [roγmí] Ο29 : α.επιμήκης σχισμή, με λίγο ή πολύ βάθος, σε μια στερεή επιφάνεια: Ο σεισμός προκάλεσε ρωγμές σε λίγα σπίτια. β. (μτφ.) διάσπαση, διακοπή μιας συνέχειας, μιας ενότητας: Οι μακρές παρεκβάσεις δημιουργούν ρωγμές στην αφήγηση.

[λόγ. < αρχ. ῥωγμή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go