Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ριμπάουντ
1 item total
ριμπάουντ το [ribáund] Ο (άκλ.) : (αθλ.) στο μπάσκετ, η ενέργεια κατά την οποία ο παίκτης προσπαθεί να πιάσει την μπάλα ύστερα από αποτυχημένο σουτ: Aμυντικό / επιθετικό ~. Ο αγώνας χάθηκε επειδή δεν πήραμε πολλά ~.

[λόγ. < αγγλ. rebound]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go