Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ριμπάουντ το [ribáund] Ο (άκλ.) : (αθλ.) στο μπάσκετ, η ενέργεια κατά την οποία ο παίκτης προσπαθεί να πιάσει την μπάλα ύστερα από αποτυχημένο σουτ: Aμυντικό / επιθετικό ~. Ο αγώνας χάθηκε επειδή δεν πήραμε πολλά ~.
[λόγ. < αγγλ. rebound]



