Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- ρητορική η [ritorikí] Ο29 : η τέχνη και η ικανότητα (κυρ. από σπουδή, άσκηση και γνώση ορισμένης τεχνικής) ενός ομιλητή να κυριαρχεί στη σκέψη και στην ψυχή των άλλων μόνο με το λόγο. || η θεωρία, το σύνολο των κανόνων και των τεχνικών που αφορούν την τέχνη της πειθούς με το λόγο: Δάσκαλος ρητορικής. || σύνολο ρητορικών λόγων.
[λόγ. < αρχ. ῥητορική]
- ρητορικός -ή -ό [ritorikós] Ε1 : 1α.που ανήκει ή που αναφέρεται στο ρήτορα και στην τέχνη του: Ρητορική τέχνη και ως ουσ. η ρητορική*. Ρητορικό ύφος. Ρητορική δεινότητα / ικανότητα. Ρητορικοί κανόνες. Ρητορικά σχήματα λόγου, τεχνικά σχήματα λόγου που τα δημιουργούν σκοπί μως, συνήθ. οι ρήτορες. Ρητορική ερώτηση, που διατυπώνεται για να υποδηλώσει ορισμένη απάντηση και να την παρουσιάσει ως αυτονόητη και μη αμφισβητούμενη. ~ λόγος. β. για πρόσωπο που έχει ρητορικά χαρίσματα: Ρητορικότατος ομιλητής. 2. επιδεικτικός, στομφώδης.
[λόγ. < αρχ. ῥητορικός]



