Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρητίνη
1 item total
ρητίνη η [ritíni] Ο30 : 1.(λόγ.) η παχύρρευστη και κολλώδης ύλη που εκκρίνεται από τον κορμό του πεύκου και άλλων κωνοφόρων δέντρων· ρετσίνι. || (βοτ.) Φυσικές ρητίνες, για εκκρίματα διάφορων φυτών: Οι φυσικές ρητίνες έχουν αντικατασταθεί σήμερα στη βιομηχανία από τις τεχνητές. 2. (χημ.) ονομασία διάφορων χημικών ενώσεων, φυσικής ή τεχνητής προέλευσης, που έχουν τη μορφή παχύρρευστου υγρού: Tεχνητές / συνθετικές ρητίνες.

[λόγ. < αρχ. ῥητίνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go