Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρευστότητα
1 item total
ρευστότητα η [refstótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα του ρευστού. α. (φυσ.) η ικανότητα των υγρών και των αέριων σωμάτων να ρέουν, ο βαθμός της ευκολίας με την οποία ρέει ένα ρευστό σώμα. β. (μτφ.) έλλειψη σταθερότητας· αστάθεια: H ~ της πολιτικής κατάστασης δεν επιτρέπει καμιά πρόβλεψη. 2. (οικον.) η σχέση μεταξύ ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων και διαθέσιμου χρήματος ή άλλου αντίστοιχου μέσου πληρωμής: Aπόλυτη ~, μετρητό χρήμα, καταθέσεις κτλ. Σχετική ~, περιουσιακά στοιχεία που εύκο λα ρευστοποιούνται.

[λόγ. ρευστ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. liquidité]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go