Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρετάλι
1 item total
ρετάλι το [retáli] Ο44 : 1.το τελευταίο υπόλοιπο από ολόκληρο τόπι υφάσματος, που είναι λιγότερο από όσο χρειάζεται κανονικά για τη ραφή ενδύματος: Aγόρασε ένα ~ στη μισή τιμή. 2. (λαϊκ., μειωτ.) για πρόσωπο εντελώς ανάξιο λόγου και ασήμαντο ή καχεκτικό και αδύναμο. ρεταλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[ιταλ. αρσ. ritaglio (ή διαλεκτ. *retaglio), πληθ. ritagli, που θεωρήθηκε ουδ. εν.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go