Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ρίσκο το [rísko] Ο39 : κίνδυνος, ενδεχόμενο απώλειας ή αποτυχίας από ενέργεια με αβέβαιη έκβαση: Επιχειρηματικό ~. Mικρό / μεγάλο ~. ΦΡ παίρνω το ~, τολμώ να ρισκάρω, να διακινδυνεύσω.
[παλ. ιταλ. risco]



