Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πώγωνας
1 item total
πώγωνας ο [póγonas] Ο5 : (λόγ.) το γένι και με επέκταση το πιγούνι.

[λόγ. < αρχ. πώγων, αιτ. -ωνα `γένι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go