Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πυροδοτώ [piroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. μεταδίδω τη φωτιά σε κτ., ιδίως στην εκρηκτική ύλη ενός εκρηκτικού μηχανισμού: Bόμβα που πυροδοτεί ται με ωρολογιακό μηχανισμό. β. (αστροναυτ.) προκαλώ πυροδότηση1β. 2. (μτφ.) προκαλώ ενέργειες, διαδικασίες ή εξελίξεις συνήθ. ανεπιθύμητες: H ομιλία του πρωθυπουργού πυροδότησε ποικίλες αντιδράσεις.
[λόγ. πυρο- + -δοτώ]



