Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πυροβολισμός
1 item total
πυροβολισμός ο [pirovolizmós] Ο17 : βολή με φορητό πυροβόλο όπλο: ~ με πιστόλι / τουφέκι. Άσκοποι πυροβολισμοί. Ρίχνω έναν πυροβολισμό εναντίον κάποιου, τον πυροβολώ. || ο θόρυβος που παράγει ένα φορητό πυροβόλο όπλο: Tο βράδυ η μάχη σταμάτησε· ολόκληρη όμως τη νύχτα ακούγονταν σποραδικοί πυροβολισμοί.

[λόγ. πυροβόλ(ον) -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go