Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρίμαχος
1 εγγραφή
πυρίμαχος -η -ο [pirímaxos] Ε5 : (τεχν.) για υλικό αντικείμενο που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες: Πυρίμαχα κράματα / υλικά. Πυρίμαχο σκεύος. Πυρίμαχα τούβλα, πυρότουβλα.

[λόγ. < αρχ. πυριμάχος (για άκαυ τη πέτρα) με σφαλερή μετακ. τόνου κατά το αξιόμαχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες