Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πυκνοκατοικημένος -η -ο [piknokatikiménos] Ε3 : (για χώρα, περιοχή κτλ.) που είναι πυκνά κατοικημένη, έχει πολύ πληθυσμό σε σύγκριση με την έκτασή της: Πυκνοκατοικημένη πόλη. H Ολλανδία είναι πολύ πυκνοκατοικημένη.
[λόγ. πυκν(ός) -ο- + κατοικημένος μππ. του κατοικώ]



