Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πυκνοκατοικημένος
1 item total
πυκνοκατοικημένος -η -ο [piknokatikiménos] Ε3 : (για χώρα, περιοχή κτλ.) που είναι πυκνά κατοικημένη, έχει πολύ πληθυσμό σε σύγκριση με την έκτασή της: Πυκνοκατοικημένη πόλη. H Ολλανδία είναι πολύ πυκνοκατοικημένη.

[λόγ. πυκν(ός) -ο- + κατοικημένος μππ. του κατοικώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go