Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πτώχευση
1 item total
πτώχευση η [ptóxefsi] Ο33 : η κατάσταση μιας οικονομικής επιχείρησης, ιδίως εμπορικής, της οποίας η αδυναμία να αντεπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις διαπιστώθηκε από το αρμόδιο δικαστήριο και ανακοινώθηκε επίσημα· (πρβ. χρεοκοπία): Kήρυξη / συνέπειες της πτώχευσης. Εικονική ~.

[λόγ. πτωχεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go