Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πτωχοκομείο
1 item total
πτωχοκομείο το [ptoxokomío] & φτωχοκομείο το [ftoxokomío] Ο39 : κοινωφελές ίδρυμα για την προστασία φτωχών που δεν μπορούν να εργαστούν.

[λόγ. πτωχ(ός) -ο- + -κομείον κατά το νοσοκομείον· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go