Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πρύμη η [prími] Ο30 : (οικ.) το πίσω άκρο ενός πλοίου και με επέκταση, ολόκληρο το πίσω τμήμα, σε αντιδιαστολή προς το μπροστινό άκρο ή τμήμα, δηλαδή την πλώρη· πρύμνη.
[αρχ. πρύμνη με απλοπ. του συμφ. συμπλ. [mn > m] ]



