Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτοποριακός
1 item total
πρωτοποριακός -ή -ό [protoporiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην πρωτοπορία (ιδέες, γνώσεις τεχνικές κτλ.) και ιδίως ανήκει σ΄ αυτή: Πρωτοποριακή τέχνη / τεχνολογία. Ένας ~ καλλιτέχνης. Εργάζεται με μεθόδους όχι απλά μοντέρνες αλλά πρωτοποριακές. πρωτοποριακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πρωτοπορί(α) -ακός απόδ. γαλλ. avant-gardiste]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go