Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτοβάθμιος
1 item total
πρωτοβάθμιος -α -ο [protováθmios] Ε6 : 1. που κατέχει τον πρώτο και ιεραρχικά ανώτερο βαθμό: ~ υπάλληλος. 2. που αποτελεί την πρώτη, δηλαδή την κατώτερη βαθμίδα που προηγείται της δευτεροβάθμιας: Πρωτοβάθμια εκπαίδευση, στοιχειώδης. Tο πρωτοδικείο είναι πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πρωτοβάθμια επιτροπή / συνδικαλιστική οργάνωση. 3. (μαθημ.) πρωτοβάθμια εξίσωση, εξίσωση πρώτου βαθμού.

[λόγ. πρωτο- + βαθμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. de premier degré (πρβ. ελνστ. πρωτόβαθμος `πρώτης τάξης΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go