Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτεύων
1 item total
πρωτεύων -ουσα -ον [protévon] Ε12 : για κτ. που έχει πολύ μεγάλη σπουδαιότητα, που έχει καθοριστική σημασία, σε αντίθεση προς κτ. δευτερεύον ή τριτεύον: H οικονομική ανάπτυξη έχει πρωτεύουσα θέση στο κυβερνητικό πρόγραμμα. Ο ρόλος των HΠA στις παγκόσμιες εξελίξεις ήταν ~. Έργα πρωτεύουσας σημασίας. Πρωτεύον ζήτημα. Πρωτεύοντα μαθήματα, τα κύρια, τα βασικά, και ως ουσ. τα πρωτεύοντα. || Tο πρωτεύον είναι να… / είναι πρωτεύον να…

[λόγ. < μεε. του πρωτεύω μτφρδ. γαλλ. principal]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go