Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτεύω
2 items total [1 - 2]
πρωτεύω [protévo] Ρ5.1α : 1. σε μια αξιολόγηση παίρνω την πρώτη θέση, κατατάσσομαι πρώτος: Είναι φιλότιμος μαθητής και θέλει να πρωτεύει πάντοτε. Πρώτευσε στις εξετάσεις. 2. (στο γ' πρόσ.) για κτ. που έχει ιδιαίτερη σημασία και που πρέπει να μας απασχολήσει κατά προτεραιότητα: Πρωτεύει το εθνικό συμφέρον· οι προσωπικές φιλοδοξίες έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Εκείνο που πρωτεύει είναι η διατήρηση της υγείας. || (απρόσ.): Πρωτεύει να διαφυλάξουμε την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας.

[λόγ. < αρχ. πρωτεύω]

πρωτεύων -ουσα -ον [protévon] Ε12 : για κτ. που έχει πολύ μεγάλη σπουδαιότητα, που έχει καθοριστική σημασία, σε αντίθεση προς κτ. δευτερεύον ή τριτεύον: H οικονομική ανάπτυξη έχει πρωτεύουσα θέση στο κυβερνητικό πρόγραμμα. Ο ρόλος των HΠA στις παγκόσμιες εξελίξεις ήταν ~. Έργα πρωτεύουσας σημασίας. Πρωτεύον ζήτημα. Πρωτεύοντα μαθήματα, τα κύρια, τα βασικά, και ως ουσ. τα πρωτεύοντα. || Tο πρωτεύον είναι να… / είναι πρωτεύον να…

[λόγ. < μεε. του πρωτεύω μτφρδ. γαλλ. principal]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go