Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πρωταγωνιστώ
1 item total
πρωταγωνιστώ [protaγonistó] Ρ10.9α : είμαι πρωταγωνιστής. 1. για ηθοποιό: Πρωταγωνίστησε σε πολλές τραγωδίες / κωμωδίες. 2. (μτφ.) για πρόσωπο που είναι ο κύριος συντελεστής σε μια υπόθεση, σε ένα έργο: Πρωταγωνίστησε σε όλα τα στρατιωτικά κινήματα της εποχής του / σε όλους τους αγώνες.

[λόγ. < αρχ. πρωταγωνιστῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go