Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πρωταγωνιστικός -ή -ό [protaγonistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον πρωταγωνιστή: Έπαιξε πολλούς πρωταγωνιστικούς ρόλους. || (μτφ.): Ο ρόλος του στην υπόθεση αυτή ήταν ~, κύριος, πρωταρχικός.
[λόγ. πρωταγωνιστ(ής) -ικός]



