Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προωθώ
1 εγγραφή
προωθώ [prooθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. μετακινώ κπ. ή κτ. προς τα εμπρός, προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση: Στρατιώτες και πολεμοφόδια προωθούνται προς τη ζώνη των επιχειρήσεων. Tα προϊόντα μας άρχισαν να προωθούνται με φορτηγά προς τις ευρωπαϊκές αγορές. || (στρατ.): Προωθημένα τμήματα, που βρίσκονται κοντά στο μέτωπο. 2. (μτφ.) φέρνω κπ. ή κτ. σε μια ευνοϊκότερη θέση, κατάσταση. α. με την υποστήριξή μου συμβάλλω στην εξέλιξη ή στην προβολή κάποιου προσώπου: Προώθησε πολύ τους στενούς συνεργάτες του, για να καταλάβουν διευθυντικές θέσεις. Ο (τάδε) προωθείται από τους κομματικούς μηχανισμούς για δήμαρχος. β. συμβάλλω στη διάδοση και στην επικράτηση μιας άποψης, μιας ιδεολογίας: Mε τα άρθρα του προώθησε το συνεταιριστικό κίνημα / την ευρωπαϊκή ιδέα. || για κτ. που συντελεί στην επιτυχία ενός σκοπού: Οι πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ των κρατών προωθούν την υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης. γ. συμβάλλω στην ευρύτερη διάδοση και πώληση αγαθών: Mε τη σωστή οργάνωση κατόρθωσαν να προωθήσουν το εμπόρευμά τους στην αγορά. δ. επιταχύνω τη διαδικασία με την οποία μια υπόθεση οδηγείται στην τελική της φάση: Tο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο προωθείται για ψήφιση στη βουλή. Θα προσπαθήσω να προωθήσω την αίτησή σου για να πάρεις το δάνειο. ε. (μππ.) για ιδέες, σχέδια κτλ. που χαρακτηρίζονται ως πολύ προοδευτικά και πρωτοποριακά: Έχει πολύ προωθημένες απόψεις.

[λόγ.: 1: αρχ. προωθῶ· 2: σημδ. γαλλ. promouvoir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες