Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προφυλάσσω
1 item total
προφυλάω [profiláo] Ρ10.6α & προφυλάγω [profiláγo] -ομαι & προφυλάσσω [profiláso] -ομαι Ρ3 : α. με τα κατάλληλα μέσα απομακρύνω έναν κίνδυνο που απειλεί κπ. ή κτ., το(ν) προστατεύω: ~ το παιδί μου / τον εαυτό μου με τη σωστή διατροφή από τις διάφορες αρρώστιες. Θέλω να σε προφυλάξω από την κακία του κόσμου. Προφυλάξου από τους ύπουλους εχθρούς / από τα κρυολογήματα, φυλάξου. || καλύπτω κτ. για προστασία: Nα προφυλάξεις το κεφάλι σου από τον ήλιο με ένα καπέλο. Για να προφυλαχτούμε από τη βροχή, σταθήκαμε κάτω από ένα υπόστεγο. β. για κτ. που εμποδίζει να συμβεί κτ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: Tα ρούχα μάς προφυλάγουν από το κρύο. || Kόλποι προφυλαγμένοι από τον άνεμο.

[αρχ. προφυλάσσω `κρατώ φρουρά μπροστά, προσέχω΄ μεταπλ. κατά το φυλάσσω > φυλάγω και αποβ. του μεσοφ. [γ] · λόγ. < αρχ. προφυλάσσω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go