Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προφανής
1 item total
προφανής -ής -ές [profanís] Ε10 : για κτ. που γίνεται αμέσως αντιληπτό, γιατί είναι σαφές και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση· ολοφάνερος: Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η σημερινή ανθρωπότητα είναι προφανείς. Είναι προφανείς οι λόγοι της παραίτησής του. || Είναι προφανές ότι δε θα τηρήσει τις υποσχέσεις του. προφανώς ΕΠIΡΡ: ~ δεν είσαι καλά ενημερωμένος, γι΄ αυτό προβάλλεις αυτές τις αντιρρήσεις. Tον δυσαρέστησε η απόφασή μας; -~ (ναι).

[λόγ. < αρχ. προφανής, ελνστ. προφανῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go