Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προσομοίωση
1 item total
προσομοίωση η [prosomíosi] Ο33 : η ενέργεια του προσομοιάζω. || αναπαράσταση (με τη βοήθεια συνήθ. ηλεκτρονικών υπολογιστών) της λειτουργίας ενός συστήματος ή ενός φαινομένου πολιτικού, οικονομικού κτλ., με σκοπό την πληρέστερη μελέτη του.

[λόγ. προσομοιω(τής) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. simulation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go