Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προσδιορίζω
1 item total
προσδιορίζω [prozδiorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ορίζω κτ. ύστερα από μετρήσεις, ελέγχους, υπολογισμούς: ~ το βάρος / το ύψος / την πυκνότητα ενός σώματος. 2. καθορίζω: Προσδιορίστηκε με ακρίβεια το αντικείμενο της έρευνας. ~ τα όρια / τα πλαίσια μέσα στα οποία θα κινηθώ. 3. (γραμμ.) για όρο πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει έναν άλ λο όρο της πρότασης: Επίθετο που παίρνει το γένος, τον αριθμό και την πτώση του ουσιαστικού που προσδιορίζει.

[λόγ. < αρχ. προσδιορίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go