Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσαρμόσιμος
1 εγγραφή
προσαρμόσιμος -η -ο [prosarmósimos] Ε5 : που εύκολα μπορεί να προσαρμόζεται.

[λόγ. προσαρμοσ- (προσαρμόζω) -ιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες