Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προσήνεμος
1 item total
προσήνεμος -η -ο [prosínemos] Ε5 : (λόγ., για τόπο) που βρίσκεται σε θέση, η οποία είναι εκτεθειμένη στον άνεμο, που τον χτυπάει ο άνεμος. ANT υπήνεμος: Προσήνεμο λιμάνι. Προσήνεμη τοποθεσία.

[λόγ. < αρχ. προσήνεμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go