Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προσέλευση
1 item total
προσέλευση η [prosélefsi] Ο33 : (επίσ.) 1. το πλησίασμα, η κίνηση κάποιου προς κπ. χώρο: H ~ του κοινού στις εκδηλώσεις ήταν αθρόα. Mεγάλη ~ των ψηφοφόρων στις κάλπες. 2α. η μετάβαση, η παρουσία κάποιου κάπου προκειμένου να συμμετάσχει σε κτ.: Tο ποσοστό προσέλευσης των υποψηφίων στις εξετάσεις ανήλθε στο 20%. H ~ των υπουργών στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. β. η παρουσία, η εμφάνιση κάποιου κάπου, όπου τον καλούν και όπου οφείλει, έχει την υποχρέωση να παραστεί: H ~ του μάρτυρα στο δικαστήριο.

[λόγ. < ελνστ. προσέλευ(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go