Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προορίζω
1 item total
προορίζω [proorízo] -ομαι Ρ2.1 : προσδιορίζω εκ των προτέρων τη μελλοντική πορεία, την εξέλιξη ή την κατάληξη: Tον προορίζει για διάδοχό του στην αρχηγία του κόμματος. Tο δέμα προορίζεται για την Aμερική. Οι γονείς της την προορίζουν για γιατρό. Ο άνθρωπος είναι προορισμένος να βασανίζεται. Tο σπίτι προορίζεται για κατεδάφιση.

[λόγ. < ελνστ. προορίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go