Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προοπτικός
1 item total
προοπτικός -ή -ό [prooptikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην προοπτικήI, που γίνεται με τη μέθοδό της: Προοπτική σχεδίαση / απεικόνιση / αλλοίωση των αντικειμένων. προοπτικά ΕΠIΡΡ I. ως προς την προοπτικήI. II. σε χρονικό βάθος, ως μελλοντική δυνατότητα.

[λόγ. προοπτ(ική) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go