Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκύπτει
1 εγγραφή
προκύπτει [proípti] Ρ (στο γ' πρόσ.) αόρ. προέκυψε και (πρόφ.) πρόκυψε, απαρέμφ. προκύψει : για κτ. που: 1α. παράγεται, δημιουργείται ως αποτέλεσμα: Aπό την επιχείρηση δεν προέκυψαν κέρδη. β. εμφανίζεται, παρουσιάζεται (σχετικά) ξαφνικά: Προέκυψε ένα σοβαρό πρόβλημα. 2. (απρόσ.) συνάγεται, παράγεται ως συμπέρασμα: Aπό τα στοιχεία / την έρευνα προκύπτει ότι η φωτιά οφείλεται σε εμπρησμό. Όπως προέκυψε από την ανάκριση, ο δράστης ήταν μεθυσμένος.

[λόγ. γ' εν. < αρχ. προκύπτω `προβάλλω το κεφάλι΄ σημδ. γερμ. es zeigt sich]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες