Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προκυμαία η [prokiméa] Ο25 : η παραλία λιμανιού, που καταλήγει σε κρηπίδωμα: Kατέβηκαν για βόλτα στην ~.
[λόγ. < ελνστ. προκυμία με σφαλερή αλλ. κατά το επίθημα -αίος, -αία]



