Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προκάτοχος
1 item total
προκάτοχος ο [prokátoxos] Ο19 θηλ. προκάτοχος [prokátoxos] Ο36 & προκάτοχη Ο32 : 1. ο προηγούμενος κάτοχος ή ιδιοκτήτης: Ο ~ του αυτοκινήτου / του σπιτιού. 2. αυτός που κατείχε προηγουμένως, πριν από κπ. άλλο μια θέση, ένα αξίωμα κτλ.: Ο προκάτοχός μου στην υπηρεσία συνταξιοδοτήθηκε. Aυτός ο υπουργός αποδείχτηκε πιο δραστήριος από τον προκάτοχό του. || (ως επίθ.) ο προηγούμενος: H προκάτοχη κυβέρνη ση απέτυχε στον οικονομικό τομέα.

[λόγ. < αρχ. προ(κατέχω) `έχω κατο χή από πριν΄ -κάτοχος κατά το σχ.: κατέχω - κάτοχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· προκάτοχ(ος) μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go