Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προηγμένος -η -ο [proiγménos] Ε3 : που έχει φτάσει σε ένα υψηλό επίπε δο ανάπτυξης, εξέλιξης, προόδου. ANT καθυστερημένος: Προηγμένες χώρες. Προηγμένη τεχνολογία / οικονομία.
[λόγ. < αρχ. προηγμένος `διακεκριμένος΄ μππ. του προάγω `προχωρώ΄ σημδ. αγγλ. advanced]



