Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προηγμένος
1 item total
προηγμένος -η -ο [proiγménos] Ε3 : που έχει φτάσει σε ένα υψηλό επίπε δο ανάπτυξης, εξέλιξης, προόδου. ANT καθυστερημένος: Προηγμένες χώρες. Προηγμένη τεχνολογία / οικονομία.

[λόγ. < αρχ. προηγμένος `διακεκριμένος΄ μππ. του προάγω `προχωρώ΄ σημδ. αγγλ. advanced]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go