Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προδιάθεση
1 item total
προδιάθεση η [proδiáθesi] Ο33 : 1. έμφυτη ή επίκτητη τάση, ροπή ενός ατόμου προς κτ., συχνά αρνητικό: Έχει ~ στο ψέμα / στο αλκοόλ. Εγκληματική ~. 2. (ιατρ.) φυσική ή επίκτητη ευπάθεια του οργανισμού απέναντι σε ασθένειες: Παθολογική ~. Έχει ~ στην αλλεργία / στη φυματίωση. 3. ψυχική διάθεση που σχηματίζει κάποιος εκ των προτέρων απέναντι σε πρόσωπα, σε καταστάσεις, σε γεγονότα κτλ. με τα οποία πρόκειται να έρθει σε επαφή: Kαλή / κακή / θετική / αρνητική ~. Πήγα στη συνάντηση με κακή ~.

[λόγ. < ελνστ. προδιάθε(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go