Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προγαμιαίος
1 item total
προγαμιαίος -α -ο [proγamiéos] Ε4 : που γίνεται πριν από το γάμο: Προγαμιαίες (σεξουαλικές) σχέσεις. Προγαμιαία δωρεά.

[λόγ. < μσν. προγαμιαίος < προ- γάμ(ος) -ιαίος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go