Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προγαμιαίος -α -ο [proγamiéos] Ε4 : που γίνεται πριν από το γάμο: Προγαμιαίες (σεξουαλικές) σχέσεις. Προγαμιαία δωρεά.
[λόγ. < μσν. προγαμιαίος < προ- γάμ(ος) -ιαίος]



