Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προανάκριση
1 item total
προανάκριση η [proanákrisi] Ο33 : προκαταρκτική ανάκριση που προηγείται της τακτικής και που διενεργείται για βεβαίωση αξιόποινης πράξης: Δεν προέκυψαν επιβαρυντικά στοιχεία κατά την ~.

[λόγ. προανακρί(νω) -σις > -ση, κατά το ανακρίνω - ανάκρισις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go